- πυρκόος
- πυρ-κόος, ον, ([etym.] κοέω)A one who watched a sacrificial fire (at Delphi) to draw omens from it, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρκόος — ον, Α (ιδίως στους Δελφούς) αυτός που μαντεύει το μέλλον από την παρατήρηση τής φωτιάς τών θυσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κοῶ «παρατηρώ, ακούω». Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pukowo] … Dictionary of Greek
πυρκόοι — πυρκόος one who watched a sacrificial fire masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)